- πωρί
- τό1) камень (на зубах); 2) см. πωρόλιθος
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πωρί — το / πωρίον, ΝΑ, και πουρί Ν [πῶρος] ο πωρόλιθος νεοελλ. η πέτρα τών δοντιών, τρυγία αρχ. μικρός κάλος … Dictionary of Greek
πουρί — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ.), στην πρώην επαρχία Βόλου, του νομού Μαγνησίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (50 τ. χλμ.). * * * το, Ν άκλ. 1. πορώδες ασβεστολιθικό πέτρωμα, πωρόλιθος 2. ασβεστούχο υπόλειμμα που επικάθεται ως επίστρωμα σε… … Dictionary of Greek
πουρί — πουρί, το και πωρί, το 1. πορώδες πέτρωμα, πωρόλιθος. 2. ασβεστούχο υπόλειμμα σε δοχεία βρασμού, λέβητες, σωλήνες, στα δόντια: Τα δόντια μου γέμισαν πουρί και θέλουν καθάρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)